-
1 κυβιστητηρ
- ῆρος ὅ1) плясун-акробат Hom.2) пловец, водолаз Hom.3) бросающийся вниз головой(ἐς οὖδας πρὸ τειχέων Eur.)
См. также в других словарях:
κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… … Dictionary of Greek